- ιδρωμένος
- terli, terlemiş, ter içinde
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ιδρωμένος, Ανδρέας — I (Κέρκυρα 1853 – 1917). Νομικός και συγγραφέας. Έγραψε πολλά ιστορικά και νομικά έργα. Τα σπουδαιότερα από αυτά τιτλοφορούνται Συνοπτική ιστορία της Κέρκυρας (1895), Ιωάννης Καποδίστριας (1900) και Το σύνταγμα της Ελλάδας μετάερμηνείας αυτού… … Dictionary of Greek
ιδρώνω — ίδρωσα, ιδρωμένος 1. χύνω ιδρώτα, γεμίζω ιδρώτα: Το σώμα του σκύλου δεν ιδρώνει, γιατί δεν έχει ιδρωτοποιούς αδένες. – Έφτασε ιδρωμένος. – Ιδρωμένα χέρια. 2. μοχθώ, κουράζομαι: Ίδρωσε να τα βγάλει πέρα. 3. στάζω, βγαίνουν από τους πόρους μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έφιδρος — η, ο αυτός που έχει εφίδρωση, ιδρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρώς, ώτος, σχηματισμένο κατά τα σε ος] … Dictionary of Greek
κατιδίω — (Α) είμαι κάθιδρος, εργάζομαι ιδρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰδίω «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
ξεϊδρώνω — και ξιδρώνω 1. παύω να ιδρώνω, παύω να είμαι ιδρωμένος 2. αναπαύομαι και στεγνώνω από τον ιδρώτα ύστερα από έντονη σωματική προσπάθεια … Dictionary of Greek
ιδρώνω — ιδρώνω, ίδρωσα, ιδρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαχανιάζω — λαχάνιασα, λαχανιασμένος, κοντανασαίνω ύστερα από πορεία ή τρέξιμο: Έφτασε ιδρωμένος και λαχανιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεϊδρώνω — ξεΐδρωσα, ξεϊδρωμένος, παύω να είμαι ιδρωμένος: Δύσκολα ξεϊδρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλευριτώνω — πλευρίτωσα, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος, 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει, ώστε να πάθει πλευρίτιδα, να πουντιάσει: Με πλευρίτωσε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., πουντιάζω, κρυολογώ, παθαίνω πλευρίτιδα, και παθ. πλευριτώνομαι: Κάθισα ιδρωμένος στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия